(1)
Ο Καμύ θα ρωτούσε με έμφαση: "Έχετε προσέξει πως μόνο ο θάνατος ξυπνά τα συναισθήματά μας;". Βρισκόμουν στον προθάλαμο της χειρουργικής αίθουσας περιμένοντας νεότερα για έναν άνδρα που γνώριζα από τα παιδικά μου χρόνια. Ο κύριος Γιάννης ήταν χήρος και ολομόναχος. Τον θυμάμαι να περιφέρεται με την μαγκούρα του στην γειτονιά και να μου πετάει μερικά χαρτονομίσματα των 200 δραχμών στο καλαθάκι του ποδηλάτου για να πάρω παγωτό μόνο και μόνο επειδή τον χαιρέτισα από το μπαλκόνι. 

Όλοι στην γειτονιά αγαπούσαν τον κύριο Γιάννη ή μάλλον δεν τον αγαπούσαν, αλλά τον οικτηρούσαν για την ατυχία του να χηρέψει άτεκνος και νέος. Έχω την υποψία ότι κατά βάθος τον φθονούσαν επειδή κατόρθωσε να παραμείνει πιστός και αφοσιωμένος σε μια σκιά για 30 και πλέον χρόνια μετά την χηρεία του. Αλλά, φίλοι μου, εγώ -και το λέω αυτό με κάθε ειλικρίνεια- δεν αισθανόμουν τίποτε περισσότερο από την φυσική αποδοχή του αναπόφευκτου. Κατανοούσα δε από τις κινήσεις των γιατρών ότι ο γέρος γείτονάς μου θα την έβγαζε καθαρή για την ώρα, αλλά πιθανότατα θα εξέπνεε μερικές μέρες μετά από επιπλοκές ή από την κατάθλιψη που ακολουθεί την ανημπόρια.

Δεν χρειάστηκαν πολλές επεμβάσεις. Όταν τον μετέφεραν στην εντατική είχε αρχίσει να ανακτά πια τις αισθήσεις του κι εγώ ακολούθησα σαν "την μοναδική συγγενή" χωρίς ωστόσο να νιώθω κάποια υποχρέωση. Στην πραγματικότητα παρακινήθηκα από κάποιον αυτοματοποιημένο μηχανισμό και δεν αισθανόμουν την ελάχιστη ντροπή για την ανικανότητά μου να λυπηθώ ή να συμπάσχω. Για μια στιγμή του σκούπισα το μέτωπο με ένα υγρό μαντηλάκι που είχα στην τσάντα μου και αμέσως κάθισα σε μια πλαστική καρέκλα σε στάση επαγγελματία νοσοκόμου, με την πλάτη ευθυτενή και τα χέρια ακουμπισμένα στα γόνατα. Σκέφτηκα να βγάλω το σημειωματάριο μου και να γράψω κάτι γι' αυτό, αλλά βαριόμουν κι είχα αρχίσει να αποδέχομαι την έλλειψη ταλέντου στην συγγραφή. Γρήγορα συνειδητοποίησα πως ήταν επιεικώς απαράδεκτο να αναλύω έτσι τον εαυτό και τους συνειρμούς μου, ενώ ένας άνθρωπος βάδιζε με βέβαιο βήμα προς τον θάνατο που μπορεί να απείχε περισσότερο από όσο φανταζόμουν, ωστόσο βρισκόταν τακτικά πια στον ορίζοντα της πορείας του κύριου Γιάννη.

Μου έριξε μια ματιά σαν να με ευχαριστεί, ή ακόμη ακριβέστερα, σαν να με εκλιπαρεί να υποδυθώ την συγγενή. "Τι σκέφτεστε;", τον ρώτησα θέλοντας να αποφύγω το μελόδραμα. Χαμογέλασε. "Τυπικά θα έπρεπε να ανταλλάξω την περιουσία μου με την υποσχέση σου να μείνεις στο πλάι μου αυτές τις μέρες ώσπου να γίνω καλά ή να πεθάνω". "Θα έλεγα πάντως ότι αυτή είναι η κατάλληλη ατμόσφαιρα για εξομολογήσεις Γιάννη", του απάντησα ψυχρά και με μια οικειότητα που καταντούσε αυθάδης. Ωστόσο, το να απευθύνομαι στον ενικό σε έναν άνδρα 50 χρόνια μεγαλύτερό μου, με τόσο μακρύ ιστορικό δυστυχίας και μάλιστα χωρίς να ζητήσω την άδειά του για τέτοια άλματα μου φαινόταν σαν να ακροβατώ πάνω από τα Ιμαλάια χωρίς να ξέρω από ακροβασία, εντούτοις με ένα τσιγάρο λοξά στο στόμα και μια αλαζονεία που καταντούσε υβριστική. Ξέρετε, όμως, πως αυτή η τάχα "μαγκιά" σου δίνει την αίσθηση ενός ελάσσονα και τόσο θνητού θεού που περπατά προς την φωτιά πλήρης συνείδησης ότι θα γίνει στάχτες.

Μάλλον το ίδιο σκέφτηκε και ο κύριος Γιάννης γιατί με κοίταξε φευγαλέα με κάποια επιτίμηση. Έπειτα είπε: "Οι εξομολογήσεις μου είναι τόσο συνηθισμένες που μου φαίνεται πως βαριέμαι να σου τις πω ή να τις γράψω". Περιορίστηκα σε ένα συγκαταβατικό νεύμα και ξεφύλισσα το σημειωματάριο μου. "Γράφεις;", μου λέει. Στην αρχή δεν καταλαβαίνα την ερώτηση γιατί αυτά τα σωληνάκια στην μύτη του τον έκαναν να βγάζει έναν ήχο σαν να μιλάει ξέπνοα από τον πάτο της θάλασσας. Βαριόμουν κι αγανακτούσα με την ευγένειά του και τις προσπάθειές του να με πλησιάσει. Λίγο έλειψε να του πω "Σκάσε και πέθανε, έχουμε και δουλειές", μάλιστα πέρασε πολύς καιρός για να καταφέρω να αξιολογήσω και να ντραπώ για το ήθος μου. "Γράφω", του λέω. Αμέσως μου ήρθε μια άκρως εκδικητική σκέψη για να σωφρονίσω την ευαισθησία και την καλοσύνη του απέναντί μου. Άρχισα να του διαβάζω κάτι άτεχνο και χαζομελοδραματικό, ώστε από ευγένεια δεν θα μπορούσε κάνει τίποτε άλλο παρά να με στείλει σπίτι μου με μια δικαιολογία αποφεύγοντας να σχολιάσει τις αράδες μου.

Τούτο εδώ το μαξιλάρι μοιάζει άδειο. Πιο άδεια μοιάζουν τα άδικα χέρια του κι η στοργή. Και πως δυο όμορφα λόγια μπορούν να σκοτώσουν, αυτό το μάθαμε.  

Η κλήση έμενε πάντα αναπάντητη. Όμως συνοδευόταν από μια εύστοχη δικαιολογία. Και το πρόσωπο που καλούσε, έγερνε ευσπλαχνικά στο ακουστικό και φανταζόταν πως στην άλλη άκρη κατέρρεε το έδαφος, ήταν τόσα τα γυναικόπαιδα που έπρεπε να σωθούν, ήταν τόση η ανάγκη για σιωπηλή προσευχή. Όχι, όχι, η έλλειψη απόκρισης ήταν μονάχα ατύχημα. Ατύχημα οι κύκλοι στους αιώνες και ατύχημα τα τρικλίσματα. 

Όμως η αγάπη είναι ένα σύννεφο δίχως καμιά αξία και υπόσταση όταν έχει ανάγκη από επαιτεία. Να μας συνδέει όχι η ανάγκη μα η επιθυμία.  

Σε μία κάμαρα, το τηλέφωνο πιο σιωπηλό κι απ' τον θάνατο περίμενε. Κι οι κλήσεις όσο κι αν χρεώνονταν, παρέμεναν αταίριαστες, χωλές. 

Ο κύριος Γιάννης με κοίταξε με κάποια λύπη. Γύρισε προς το ρολόι του τοίχου, "Πήγαινε", μου λέει, "κι όταν θα σου 'ρθει να σώσεις την ανθρωπότητα, θυμήσου ότι κι εσύ μετριέσαι μέσα σ' αυτήν". Δεν είχα ακούσει προσβλητικότερο λόγο κι όμως ο τόνος του ήταν γλυκός και καλοσυνάτος. Βρισκόταν στο νεκροκρέβατο και το ήξερε. Θα μπορούσε να μονοπωλήσει τον χρόνο μιλώντας για μια αγάπη χαμένη από τα 18 του ή για φιλοδοξίες χωρίς τεκμηρίωση κι αυτός ο διάολος κατάφερε πάλι να με ταπεινώσει με την ανιδιοτέλειά του. "Σου αξίζει να πεθάνεις", σκέφτηκα. Του άφησα το σημειωματάριο στο κομοδίνο, σχεδόν το πέταξα. Άφησα ακόμη μια κάρτα με το τηλέφωνό μου κι έφυγα αμίλητη φροντίζοντας να χτυπήσω την πόρτα πίσω μου.

(2)

Είχα επιστρέψει στο παλιό μου σπίτι με μόνη έγνοια και υποχρέωση να πακετάρω τα βιβλία μου, που είχαν ξεχαστεί εκεί από την βιαστική απόφαση. Ακριβώς δίπλα από την βιβλιοθήκη βρισκόταν η μπαλκονόπορτα με την μακριά, ρηχτή της κουρτίνα. Βγήκα στο μπαλκόνι για να καπνίσω ένα τσιγάρο. Στην πραγματικότητα δεν ήμουν ποτέ καπνίστρια, αλλά τώρα το σκηνικό απαιτούσε "καπνό" κι ίσως μια τζούρα από σιωπή. Μόλο που πάνω στην μελαγχολία μου έμελλε να συμβεί κάτι που αρκούσε για να με βγάλει από τα ρούχα μου και που μόνο η ανάμνησή του με κάνει να φρίττω.

Όπως ανέφερα είχα βγει στο μπαλκόνι για ένα τσιγάρο, το οποίο τελικά άναψα αφού περιέφερα τον αναπτήρα κάμποσες φορές ανάμεσα στα χέρια μου. Έσκυψα ελαφρώς κι ακούμπησα τους αγκώνες στα κάγκελα. Δεν παρέλειψα δε να σηκώσω αλήτικα το φρύδι σαν να είχα μόλις αποτελειώσει κάποιο εύλογο έγκλημα, ώσπου παρατήρησα το απέναντι διαμέρισμα του κυρίου Γιάννη. Ποια καταραμένη τύχη, ποια ανήθικη περιέργεια με έσπρωξε να ρεμβάσω προς τα εκεί, αυτό δεν το ξέρω. 

Ο κύριος Γιάννης βρισκόταν στην κουζίνα. Το διαμέρισμά του ήταν ακριβώς απέναντι, σε απόσταση των 15 περίπου μέτρων κι έναν όροφο χαμηλότερα από το μπαλκόνι μου. Εκείνος προσπαθούσε να στερεώσει την μαγκούρα του σε μια καρέκλα προκειμένου να πλύνει, καθώς φαίνεται, μια ντομάτα που είχε ακουμπήσει στον πάγκο της κουζίνας. Η μαγκούρα όμως συνεχώς έπεφτε, ώσπου μαζί της έπεσε πια κι ο κύριος Γιάννης. Δεν είχα προλάβει να σκεφτώ ότι οι ευχές μου για περαστικά είχαν πιάσει τόπο κι ότι ο γέρος είχε επιστρέψει στο νοικοκυριό του. Σύντομα άρχιζε να φωνάζει και συγκεκριμένα, λίγα δευτερόλεπτα αφότου συνειδητοποίησε ότι δεν έχει καμία ελπίδα να κατορθώσει να σηκωθεί μόνος του από το πάτωμα μ' αυτήν την χάλια φυσική κατάσταση.

Ήταν αργά το μεσημέρι. Τα περισσότερα παραθυρόφυλλα της γειτονιάς ήταν σφαλισμένα καλά και θα μπορούσα σίγουρα να μηνύσω όλα εκείνα τα κλιματιστικά που λειτουργούσαν σαν τρελά για διατάραξη της κοινής ησυχίας και μάλιστα να κερδίσω την δίκη. Ο κύριος Γιάννης φώναζε για βοήθεια, αλλά -διάβολε!- δεν τον είχε ακούσει κανείς εκτός από εμένα, τον τυχαίο παρατηρητή της ζωής του. Ρούφηξα μια γερή δόση καπνού από το τσιγάρο μου. "Δεκατρία χρόνια πριν είχα  σταθεί στο ίδιο ακριβώς σημείο, ήμουν η μόνη που παρατήρησε τον γέρο και τον χαιρέτισα από αμηχανία. Αυτό του άλλαξε τη ζωή. Το ίδιο τυχαία βρέθηκα πάλι στον κατάλληλο τόπο την κατάλληλη στιγμή", σκέφτηκα με μεγάλη αγανάκτηση.

Αφού ξαναρούφηξα βιαστικά μια δόση καπνού, πέταξα το τσιγάρο στον ακάλυπτο, άρπαξα το μπρελόκ με τα κλειδιά μου, το κινητό μου τηλέφωνο και το πορτοφόλι μου, που είχαν χυθεί έξω από το ταγάρι μου το οποίο είχα πετάξει όπως-όπως στον καναπέ κατά το πακετάρισμα. Έτρεξα έξω από το διαμέρισμα του Γιάννη. Όχι από φιλοτιμία, ούτε  ανθρωπισμό, αλλά μάλλον από την συνήθεια των καλών τρόπων.  Στην πραγματικότητα, τα πρώτα κιόλας δευτερόλπτα είχαν περάσει μερικές δεκάδες δικαιολογιών από τον νού μου που θα κάλυπταν την δική μου εκδοχή μπροστά στην απορία των γειτόνων "Καλά πως δεν ακούσαμε τίποτα;".